ράβω

ράβω
ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν
συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου»)
2. αναθέτω σε ράφτη την κατασκευή ενδύματος για μένα («ράβω ένα σακάκι αυτόν τον καιρό»)
3. είμαι πελάτης ράφτη («χρόνια ράβω σε αυτόν»)
4. μέσ. ράβομαι
καρασκευάζω τα ενδύματά μου σε έναν ράφτη («σε ποιον ράβεσαι;»)
5. παροιμ. φρ. α) «ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σού λείπει» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει άσκοπες και περιττές μετατροπές και απασχολήσεις
β) «κόβει και ράβει η γλώσσα του» — λέγεται για να δηλώσει άτομο που φλυαρεί ασυγκράτητα ή για άτομο που κακολογεί διαρκώς τους άλλους
γ) «τά θέλει όλα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του» — θέλει τα πάντα να ικανοποιούν τα γούστα και τις απαιτήσεις του
αρχ.
1. κεντώ, ποικίλλω
2. χτυπώ, κρούω («πλῆκτρον εἰς λύρην ῥάψαι», Ηρώδ.)
3. (για άσμα, ωδή) συνθέτω και, κυρίως, παίζω σε κρουστό όργανο, κρέκω*
4. μτφ. μηχανεύομαι ή σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου («ἐπ' ἀνδράσι Ἕλλησι φόνον ἔρραψαν», Ηρόδ.)
5. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ ῥάπτουσα
ονομασία εμπλάστρου
6. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ ἐρραμμένα
προσκέφαλα, μαξιλάρια
7. παροιμ. φρ. «τοῡτο τὸ ὑπόδημα ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης» — εσύ σχεδίασες το έργο και ο Αρισταγόρας τό έθεσε σε εφαρμογή (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού ρ. ράπτω με τα λιθουαν. verpiu, veřpti «γνέθω», virpĕti «τρέμω, πάλλομαι» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο σημασιολογικές όσο και μορφολογικές λόγω τής απουσίας αρκτικού F- στους μυκηναϊκούς τ. raptere (=ῥαπτῆρες), rapitira (=ῥάπτριαι), rapterija (=ῥαπτήριαι), οι οποίοι, κατά την επικρατέστερη άποψη, συνδέονται με το ρ. ῥάπτω. Η υπόθεση ότι το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο warapisiro αντιστοιχεί σε τ. Fράψιλoς (< ῥάπτω), γεγονός που θα επιβεβαίωνε την ύπαρξη αρκτικού F- στο ρ. ῥάπτω, δεν θεωρείται πιθανή. Ο νεοελλ. τ. ράβω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔραψα κατά το σχήμα ἔτριψα: τρίβω, ενώ ο τ. ράφτω προήλθε από το αρχ. ῥάπτω με τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. κλέφτης: κλέπτης).
ΠΑΡ. ράμμα (Ι), ραφή, ράφτης/ ράπτης, ραφτός / ραπτός
μσν.
ράψις
μσν.-νεοελλ. ράψιμο.
ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) επιρράπτω, περιρράπτω, προσράπτω, συρράπτω
αρχ.
απορράπτω, διαρράπτω, εγκαταρράπτω, εισράπτω, ενράπτω, καταρράπτω, μεταρράπτω, συγκαταρράπτω, συνδιαρράπτω, υπορράπτω
νεοελλ.
κακοράβω, καλοράβω, κουτσοράβω, μισοράβω, ξενοράβω, ξεράβω, πολυράβω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ράβω — και ράφτω έραψα, ράφτηκα, ραμμένος 1. συνδέω με ραφή: Ο γιατρός έραψε το τραύμα. – Μου έραψε το κουμπί του σακακιού μου. 2. φτιάχνω ρούχο για άλλον: Ράβω ένα κουστούμι και πάω να κάνω πρόβα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ράβω — ράβω, έραψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ράφτω — ράβω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απορράπτω — ἀπορράπτω (Α) 1. ράβω ξανά 2. ράβω 3. φρ. «ἀπορράπτω στόμα» κλείνω, βουλλώνω 4. «ἀπορράπτει τὸ βαλάντιον» φυλάει καλά το χρήμα του, είναι σπαγγοραμμένος …   Dictionary of Greek

  • επιρράπτω — (Α ἐπιρράπτω) ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω («οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ) αρχ. 1. ράβω μέσα σε κάτι («Ζεύς... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», Νόνν.) 2. συρράπτω, συνδέω …   Dictionary of Greek

  • κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… …   Dictionary of Greek

  • κορδελιάζω — [κορδέλα] 1. ράβω στην άκρη υφάσματος ή δέρματος κορδέλα, ρελιάζω 2. γαζώνω υποδήματα, ράβω υποδήματα με τη μηχανή …   Dictionary of Greek

  • υμένας — (Ανατ.). Γενική ονομασία διαφόρων λεπτών ιστών ή απαλών οργάνων. Είναι ελαστικοί και ποικίλλουν στην απόχρωση και την υφή. Προορίζονται να περιβάλλουν άλλα όργανα ή να εκκρίνουν και να απορροφούν μερικές ουσίες (βλεννογόνοι). * * * ο / ὑμήν, ένος …   Dictionary of Greek

  • Liste Swadesh Du Grec Moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • Liste Swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”